Του Αρη Τερζόπουλου
«Ένας πασίγνωστος εκδότης και η εκδοτική του εταιρεία, γίνονται ένα ακόμη από τα θύματα της οικονομικής κρίσης που έπληξε βάναυσα τα Μέσα Ενημέρωσης.
Εκείνο το απόγευμα, προς το τέλος Ιουνίου του 1987 ο Πέτρος Κωστόπουλος, μπήκε στο γραφείο μου, κρατώντας ένα χαρτί στα χέρια του, με ύφος στενοχωρημένο και συνοφρυωμένος, για να με βρει και μένα να κάθομαι με το ίδιο ύφος και κρατώντας ένα αντίτυπο από το…….
ίδιο κομμάτι χαρτί. Ήταν το δελτίο με τα στοιχεία κυκλοφορίας του τρίτου τεύχους του Κλικ, που το πρώτο του τεύχος είχε κυκλοφορήσει τον Απρίλιο του ’87 και τα στοιχεία δεν ήταν καθόλου καλά. Το πρώτο τεύχος είχε πιάσει κυκλοφορία 14.000 φύλλα , το δεύτερο 12.000 και το τρίτο 11.000. Ήρθε και κάθισε δίπλα μου και είχαμε και οι δυο ένα ύφος σαν κλαμένα κάτι. «Τι κάνουμε αφεντικό»; με ρώτησε. Έτσι με αποκαλούσε. Ή Αφεντικό ή Αρούλη. «Ξέρω ‘γω» του απάντησα. «Ρε συ» μου είπε «σκέψου το και αν θέλεις να το κλείσουμε, το κλείνουμε. Δεν θέλω να σε βάλω και σε περιπέτειες». «Ξέρω ρε»του είπα «μην έχεις τέτοιε σκέψεις. Δεν περίμενα να πέσουμε κι άλλο να πάρει η ευχή». Καθίσαμε για λίγο αμίλητοι. Το είχαμε ήδη αγαπήσει και οι δυο αυτό το περιοδικό και ξέραμε ότι αν δεν πετύχαινε θα φταίγαμε μόνο εμείς. Η εποχή ήταν έτοιμη. Αλλά ήμασταν στριμωγμένοι. Είχα μόνο 20 εκατομμύρια δραχμές στη διάθεσή μου και τα δέκα ή και περισσότερα είχαν ήδη φύγει. Και με τις εκδόσεις μερικές φορές αν δεν σταματήσεις έγκαιρα, το πράγμα δεν μαζεύεται.. Κάτσαμε για λίγη ώρα ακόμη έτσι. «Κοίτα» του είπα «πάμε λίγο σπίτια μας να ξεκουραστούμε και να χωνέψουμε την κρυάδα και βρισκόμαστε το βραδάκι στο γυμναστήριο και βλέπουμε τι κάνουμε».
Με το Πέτρο είχαμε γνωριστεί μόλις το προηγούμενο καλοκαίρι το ’86. Εκείνος δούλευε στο Υπουργείο Νέας Γενιάς που στα μέσα του καλοκαιριού είχε διοργανώσει με την Γυναίκα, μια μεγάλη και πετυχημένη επίδειξη μόδας με νέους Έλληνες σχεδιαστές ,που είχε σημειώσει και μεγάλη επιτυχία. Δεν είχαμε γνωριστεί, ούτε πριν ούτε στη διάρκεια της επίδειξης, αλλά βρεθήκαμε λίγες μέρες αργότερα , στο σπίτι μου στη Μύκονο. Είχαμε περάσει πολύ ωραία στη Μύκονο και κυρίως με πολλή κουβέντα, που ήταν και το πράγμα που κυρίως μου έλειπε, όποτε πήγαινα στη Μύκονο. Επιτέλους είχα βρει κάποιον άνθρωπο να κουβεντιάζω. Η κουβέντα συνεχίστηκε και όταν γυρίσαμε στην Αθήνα και έτσι όπως συμβαίνει πολλές φορές χωρίς να το καταλάβουμε γίναμε κολλητοί φίλοι. Πολλές φορές διαφωνούσαμε και μαλώναμε-φιλικά εννοείται-πάνω στην εξέλιξη της κουβέντας, αυτό το στοιχείο που την κάνει πιο ενδιαφέρουσα, όταν έχεις δίπλα σου έναν καλό συζητητή. Δεν ήξερε τι ακριβώς θα έκανε στο μέλλον, αλλά ο κόσμος της πολιτικής του προκαλούσε μάλλον απέχθεια, παρ’ όλο που αγαπούσε πολύ την ίδια την πολιτική. Μερικές φορές σκεφτόταν να φύγει στο εξωτερικό, στις Βρυξέλες, ή στη Νέα Υόρκη ή όπου αλλού τύχαινε. Ένα βράδυ ήρθε στο σπίτι μου στο Ψυχικό που έμενα τότε και μόλις μπήκε μέσα μου είπε «παραιτήθηκα». «Προσλαμβάνεσαι» του είπα εγώ χωρίς δεύτερη σκέψη. Δεν ήξερα για ποιο πράγμα ακριβώς τον προσλάμβανα, αλλά ήμουν σίγουρος, ότι μ’ έναν άνθρωπο που κουβεντιάζαμε τόσα ενδιαφέροντα πράγματα, κάτι καλό θα έβγαινε. Στην αρχή κάναμε τη σκέψη να δουλέψει στο διαφημιστικό τμήμα της Γυναίκας, αλλά ένα βράδυ εκεί που καθόμασταν του είπα ότι σκεφτόμουν να βγάλω ένα περιοδικό σε πολύ μικρό σχήμα με τον Κρίτωνα Τζώρτζο. «Κάνεις λάθος» μου είπε «να βγάλεις ένα περιοδικό σαν κι αυτό» και μου έδειξε ένα τεύχος του γαλλικού περιοδικού Αctuel, που δεν το είχα υπ’ όψη μου. «Να κοίτα, έτσι με ωραίες μεγάλες φωτογραφίες και με άλλου είδους θέματα». Κάθισα λίγο και κοίταξα το Actuel. «Έχεις δίκιο» του είπα μετά από πέντε λεπτά «κάτι τέτοιο θα βγάλω και θα αναλάβεις διευθυντής». Δεν ήξερα καν αν ήξερε να γράφει, αλλά αφού ήξερε να μιλάει γιατί να μην μπορεί και να γράφει. Κάπως έτσι έπαιρνα τις αποφάσεις μου στα περιοδικά. Ούτε μπίζνες πλαν, ούτε μελέτες αγοράς, ούτε τίποτα. Το μόνο που μου έλεγε κάτι ήταν πάντα οι ιδέες. «Και πώς να το βγάλουμε»; μου είπε. «Ξέρω γω»; του είπα «δεν αρχίζουμε να λέμε ότι μας έρθει στο κεφάλι». Και αρχίσαμε να αραδιάζουμε πράγματι όποιον τίτλο μας ερχόταν στο κεφάλι. «Πως σου φαίνεται το Κλικ»; Μου είπε κάποια στιγμή. «Τέλειο» του είπα χωρίς δεύτερη σκέψη «αυτό είναι. Θα το βγάλουμε Κλικ». Και κάπως έτσι εκείνο το βράδυ γεννήθηκε το Κλικ. Τους επόμενους τέσσερις πέντε μήνες, τους περάσαμε, κάνοντας βόλτες με τα πόδια μέσα στη νύχτα, πάνω κάτω στη Φιλοθέη και στο Ψυχικό, συζητώντας για το Κλικ. Από τότε ξέραμε και οι δυο, έχοντας μελετήσει καλά την εποχή που ερχόταν, ότι αν το Κλικ δεν πετύχαινε το λάθος θα ήταν μόνο δικό μας.
Καλά όλα αυτά, αλλά να που τρεις μόνο μήνες μετά το ξεκίνημά μας βρισκόμασταν σε οριακή κατάσταση. Γύρισα κάποια ώρα μετά το μεσημέρι στο σπίτι για να σκεφτώ τι θα έκανα. Ξάπλωσα στο κρεβάτι και άρχισα να βάζω τα νούμερα στο μυαλό μου, να δω πόσο θα αντέχαμε και τι θα μπορούσε να γίνει. Τίποτα. Αντί για τα νούμερα ερχόταν στο μυαλό μου η εικόνα ενός θηρίου. Προσπαθούσα να σκεφτώ λογικά και επιχειρηματικά. Πάλι τίποτα. Το μυαλό μου, μου απαντούσε με την εικόνα του θηρίου. Όλο το απόγευμα, δυο τρεις ώρες που κάθισα ξαπλωμένος, το μόνο που σχημάτιζε το μυαλό μου ήταν η εικόνα αυτού του θηρίου. Όταν άρχισε να σουρουπώνει, κατά τις οκτώ, με το μυαλό τελείως καθαρό, ξεκίνησα για το γυμναστήριο. Ο Πέτρος ήταν εκεί και με περίμενε. Δεν χρειάστηκαν παρά μόνο δυο κουβέντες. «Πέτρο» του είπα, «το Κλικ είναι ένα θηρίο. Θα συνεχίσουμε και όπου βγει». Και έτσι το Κλικ συνέχισε. Για το τέταρτο τεύχος, εκτός από τα άλλα θέματα, ο Πέτρος είχε ετοιμάσει και ένα μεγάλο και πολύ εμπεριστατωμένο αφιέρωμα για το Έητζ. Ένα χρόνο μετά το θάνατο του Μπίλλυ Μπο από την φοβερή ασθένεια, το Έητζ είχε γίνει ο τρόμος της εποχής. Είχε όμως και μια συμπληρωματική ιδέα. Να βάζαμε για δώρο στο περιοδικό και ένα…προφυλακτικό. Για την εποχή εκείνη που ακόμη διατηρούσε πολλά συντηρητικά ταμπού, το προφυλακτικό για δώρο, ήταν πολύ πέρα από τα δεδομένα. Ήταν σχεδόν «απαγορευμένο». Σαν εκδότης του περιοδικού έπρεπε να πάρω μιαν απόφαση. «Προχώρα» είπα στον Πέτρο «μην το φοβάσαι καλό θα κάνουμε. Σ’ αυτό το θέμα δεν μπορούμε να κρυβόμαστε πίσω από ταμπού που σκοτώνουν». Κι έτσι το τέταρτο Κλικ κυκλοφόρησε με δώρο το προφυλακτικό. Αυτό ήταν. Το προφυλακτικό έσκασε σαν βόμβα στην αγορά και το Κλικ μετετράπη σ’ αυτό που στα αγγλικά θα το λέγαμε «overnight success» – επιτυχία μέσα σε μια νύχτα. Στην ιστορία του περιοδικού Τύπου δεν υπάρχει άλλη περίπτωση, που ένα τόσο φτηνό δώρο να φέρει τέτοια αποτελέσματα. Και χάραξε και τη μοίρα του Κλικ. Από εκεί και πέρα το Κλικ συνέχισε να ανεβαίνει σε κάθε τεύχος μέχρι που ύστερα από δυο χρόνια πλησίασε τις 150.000 φύλλα. Ένα χρόνο μετά το Κλικ FM , ήρθε να συμπληρώσει ακουστικά και μουσικά το περιοδικό. Και μετά ακολούθησαν κι άλλα. Και έτσι ο κόσμος σ’ όλη την Ελλάδα άρχισε να μαθαίνει τον Πέτρο Κωστόπουλο.
Η συνεργασία με τον Πέτρο Κωστόπουλο κράτησε εφτά χρόνια. Εφτά πολύ δυναμικά χρόνια, μια και ο χώρος που φτιάχναμε τα περιοδικά έμοιαζε περισσότερο με πάρτι παρά με γραφεία περιοδικού. Ήταν λαμπερά χρόνια, γιατί η επιτυχία μοιάζει σαν να λάμπει και μέσα από Κλικ και όλα τα άλλα αναδείχτηκαν και τα περισσότερα ταλέντα του χώρου. Αλλά δύσκολα θα βρισκόντουσαν και δυο άνθρωποι, τόσο διαφορετικοί, που να συνεργαστούν και να συνυπάρξουν ως φίλοι, όσο εγώ και ο Πέτρος. Αν και σε πολλά θέματα οι απόψεις μας ήταν κοντά, σαν χαρακτήρες ήμασταν τελείως διαφορετικοί, χωρίς καλύτερο ή χειρότερο. Απλά διαφορετικοί. Και υποθέτω ότι αυτή ακριβώς η διαφορά μας, ήταν που έβγαζε μια συνολική συνισταμένη, που κατέληγε σ’ ένα επιτυχημένο επαγγελματικό αποτέλεσμα. Πολλές φορές, όπως συμβαίνει με τους φίλους, ψυχαναλύαμε ο ένας τον άλλον. Μου έλεγε εκείνος για τα δικά μου κουσούρια και του έλεγα και εγώ για τα δικά του. Και είχαμε κάνει άπειρες τέτοιες συζητήσεις. Και θυμάμαι ότι πάρα πολλές του είχα πει πόσο με μπέρδευε η προσωπικότητά του, που μ’ έκανε να νομίζω, πως μέσα του κατοικούσαν δυο διαφορετικοί άνθρωποι. Ένας πολύ θετικός πολύ σωστός και προσωπικά και κοινωνικά και ένας άλλος τελείως το αντίθετο. Ντόκτορ Τζέκυλ και Μίστερ Χάϋντ. Και αντίστοιχη ήταν και η αντίδραση που προξενούσε και ακόμη προξενεί στο κοινό. Μέσα από τα γραπτά του, τις ραδιοφωνικές εκπομπές και τηλεοπτικές εμφανίσεις, φτιαχνόταν ένα κοινό, από το οποίο άλλοι τον θαύμαζαν και άλλοι τον αντιπαθούσαν ή και τον μισούσαν ακόμη. Συμβαίνει με πολλούς ανθρώπους να προκαλούν αντιφατικά συναισθήματα, είτε είναι δημόσια πρόσωπα είτε όχι. Με το Πέτρο, όλα αυτά ήταν πολύ έντονα.
Υπάρχει όμως κάτι πολύ πιο βασικό στη σχέση μου με τον Πέτρο Κωστόπουλο, που υπερκαλύπτει όλα τα άλλα και που θα ισχύει ότι και να γίνει. Υπήρξαμε μοιραία πρόσωπα ο ένας για την ζωή του άλλου. Αν εξαιρέσουμε τις οικογένειές μας, αυτές από τις οποίες προήλθαμε κι αυτές που φτιάξαμε, που είναι έτσι κι αλλιώς μοιραίες, δεν υπάρχει άλλο πρόσωπο και στη δική του και στη δική μου ζωή, που να έπαιξε τέτοιο ρόλο στη ζωή του καθ’ ενός και προσωπικά και επαγγελματικά. Αν δεν είχαμε συναντηθεί, άλλη θα είχε υπάρξει η ζωή μου και άλλη θα είχε υπάρξει η δική του ζωή. Είτε φίλοι, είτε εχθροί, η συνάντησή μας ήταν γραμμένη από τη Μοίρα. Και μέσα σ’ αυτή τη Μοίρα ήταν προφανώς γραμμένος και ο χωρισμός. Το τέλος της συνεργασίας με τον Πέτρο Κωστόπουλο, ήρθε στις αρχές του φθινόπωρου του1995. Ήταν και τα επαγγελματικά στη μέση, και πολλά άλλα προσωπικά, αλλά υποθέτω το ότι περισσότερο απ’ όλα, ήταν ότι και σ’ αυτό είχε έρθει η ώρα της ίδιας Μοίρας. Έτσι επρόκειτο να γίνει κι έτσι έγινε. Και πολλές φορές στα χρόνια που ακολούθησαν, έχει τύχει να αναρωτηθώ , αν αυτή ήταν η καλύτερη απόφαση και για τους δυο μας, αλλά φυσικά σ’ αυτό δεν υπάρχει απάντηση. Για τον ίδιο πάντα τουλάχιστον αρχικά, έμοιαζε να είναι ο καλύτερος δρόμος. Με δυο καινούργιους συνεταίρους, τον Πάνο Μαρινόπουλο και τον Δάκη Ιωάννου, η ΙΜΑΚΟ, η εταιρεία που έφτιαξαν ξεκίνησε δυναμικά την παρουσία της, αφού μάλιστα σ’ αυτήν είχαν προσχωρήσει και όλα σχεδόν τα στελέχη του Κλικ. Η εταιρεία προχώρησε δυναμικά και μέσα σε λίγα χρόνια διέθετε ένα μικρό στόλο περιοδικών και ραδιοφωνικών σταθμών. Όλα έμοιαζαν ρόδινα για τον Πέτρο Κωστόπουλο. Όντας απ’ έξω δεν μπορώ να γνωρίζω τι ήταν αυτό που οδήγησε τον Πέτρο και την εταιρεία του στην πτώση. Δεν ξέρω ούτε τι μισθούς έδινε, ούτε τι διαχείριση έκανε. Ένα εμφανές λάθος, ήταν ο τρόπος που διαχειρίστηκε τα λεφτά που πήρε η εταιρεία από το Χρηματιστήριο, περίπου 4 δις δραχμές, στις αρχές του 2000 και τα οποία εξανεμίστηκαν πολύ γρήγορα σε λάθος επενδύσεις, όπως συνέβη τότε με πολλές εκδοτικές εταιρείες, που μέσα στον ενθουσιασμό της στιγμής πήραν λάθος αποφάσεις. Πολλοί δεν κατάλαβαν ότι η κρίση στο Τύπο, αλλά και στην υπόλοιπη πραγματική οικονομία, ξεκίνησε ακριβώς τότε, την Άνοιξη του 2000, όταν η πτώση του Χρηματιστηρίου, εκτός από το ότι κατέστρεψε πάρα πολύ κόσμο και μόνο λίγοι κέρδισαν δυσανάλογα μεγάλα ποσά, άρχισε για πρώτη φορά να αποστερεί από την αγορά το χρήμα που κυκλοφορούσε. Ήταν από τότε που η κατανάλωση άρχισε να πέφτει και από τότε που ο αριθμός των σφραγισμένων επιταγών άρχισε να αυξάνεται γεωμετρικά. Αν δει κανείς τις σφραγισμένες επιταγές από το 2000 θα καταλάβει και πως φτάσαμε στα 2 δις ευρώ σφραγισμένων επιταγών το 2007 και σ’ αυτό περίπου το ποσό κυμαίνονται κάθε χρόνο από τότε. Η επιφάνεια ήταν ακόμη λαμπερή, αλλά από κάτω το έδαφος είχε αρχίσει να σαπίζει.. Ήταν το 2003 όταν κατάλαβα για πρώτη φορά, ότι ο περιοδικός Τύπος ήταν καταδικασμένος και το 2008, όταν ξεκίνησα πάλι αυτή την ηλεκτρονική έκδοση του Κλικ, σ’ ένα άρθρο που είχα γράψει τότε, είχα γράψει ότι μέσα στα επόμενα δέκα με είκοσι χρόνια ο γραπτός λόγος, περιοδικά και εφημερίδες επρόκειτο να εξαφανιστούν, κυρίως εξ αιτίας του ίντερνετ. Οι περισσότεροι, ή μάλλον όλοι οι εκδότες παρ’ όλο που οι υποχρεώσεις των επιχειρήσεών τους είχαν αρχίσει να αυξάνονται δραματικά, συνέχιζαν σαν να επρόκειτο για μια περαστική μπόρα. Τα προβλήματα είχαν αρχίσει να αυξάνονται και στην ΙΜΑΚΟ και ο Κωστόπουλος θα έπρεπε να είχε αντιληφθεί, ότι από τότε κάτι δεν πήγαινε καλά. Αλλά από την άλλη ήταν και μια εποχή που κάμποσοι εφοπλιστές, με ατέλειωτη ρευστότητα, έμπαιναν στην αγορά και αγόραζαν ότι να ‘ναι. Μέσα σ’ αυτά η αγορά του Τύπου έμοιαζε να ενδιαφέρει κάποιους έντονα και τότε ήταν και η τελευταία για τους παλιότερους εκδότες να ξεφύγουν από τη θηλιά που είχε αρχίσει να σφίγγει. Ελάχιστοι εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία. Οι περισσότεροι δεν ήθελαν να αποχωριστούν τα «βασίλειά» τους. Ο Πέτρος Κωστόπουλος είχε κι αυτός την δική του ευκαιρία, αλλά την αρνήθηκε. Στο ίδιο διάστημα η επιχείρησή του είχε αρχίσει να μπαίνει για τα καλά στο κόκκινο. Και τότε μέσα σ’ όλα αυτά ήρθε και η κρίση, το Μνημόνιο και όσα ακολούθησαν. Για την πραγματική οικονομία η κρίση δεν ήταν το κερασάκι πάνω στην τούρτα, αλλά η τούρτα πάνω στο κερασάκι. Στη Μέσα Ενημέρωσης η κρίση έπεσε με σφοδρότητα ανεμοστρόβιλου. Για να επιζήσεις πια χρειαζόσουν άλλα πράγματα. Δεν ήταν ούτε ζήτημα εκδοτικών ικανοτήτων, αλλαγών στην ύλη, ή ότι άλλο θα μπορούσε να κάνει κανείς σε μια περίοδο κανονικής κρίσης. Όταν τα διαφημιστικά και άλλα έσοδα μειώνονται μονομιάς κατά 60%, ούτε οι μειώσεις προσωπικού και αποδοχών σε σώζουν, ούτε τίποτα άλλο. Για να επιζήσεις πια έπρεπε να διαθέτεις κάπου μια μηχανή που να κόβει χρήμα. Και μάλλον φαίνεται πως κάποιοι διαθέτουν παραλλαγές τέτοιων μηχανημάτων, αλλιώς δεν εξηγείται το πώς επιζούν ακόμη.
Παρ’ όλο που έχουμε κάποια χρόνια να μιλήσουμε, από τότε που κάποιο πρωί είχαμε συναντηθεί στο σπίτι του στη Φιλοθέη, μπορώ να περιγράψω αυτά που πρέπει να έζησε ο Πέτρος Κωστόπουλος, από τότε που άρχισε η κρίση μέχρι το τέλος. Όταν έχεις ζήσει πολλά χρόνια μέσα στην επιτυχία και ιδίως όταν η επιχειρηματική σου ζωή, μοιάζει με μια σειρά από κερδισμένες μάχες, τότε κατ’ αρχάς σου γεννιέται όχι η εντύπωση, αλλά η πεποίθηση πως είσαι αήττητος. Ότι τίποτα και κανείς δεν μπορεί να σε ρίξει κάτω. Ο κίνδυνος εμφανίζεται, αλλά μέσα σου είσαι σίγουρος, ότι άντε το πολύ το στράτευμα να υποστεί κάποιες απώλειες, αλλά και αυτή η μάχη, αλλά κυρίως ο πόλεμος θα κερδηθεί. Ο κίνδυνος μπορεί να πλησιάζει, αλλά έχεις ακόμη πολλά βέλη στη φαρέτρα. Και κυρίως, είσαι σίγουρος ότι αποκλείεται να χάσεις. Η ήττα είναι για τους άλλους όχι για σένα. Σχεδιάζεις λοιπόν τις κινήσεις σου και αρχίζεις τους ελιγμούς σου. Η μάχη έχει αρχίσει. Και ξαφνικά κάποιος ελιγμός που σε είχε βγάλει από τα ζόρικα τόσες φορές, αυτή τη φορά δεν αποδίδει. Κάνεις και τον άλλο ελιγμό, αλλά ούτε κι αυτός πιάνει. Και τρως την πρώτη λαβωματιά. Και το πρώτο αίμα αρχίζει να στάζει. Δεν πειράζει λες, μια πληγή είναι, θα κλείσει και μετά θα αντεπιτεθώ από την άλλη μεριά και στο κάτω κάτω υπάρχουν ακόμη τόσες πόρτες ανοιχτές για μένα, θα χτυπήσω την πρώτη θα μπω και όλα θα είναι όπως πριν κι ακόμη καλύτερα. Ξεχνάς κάτι όμως. Το αίμα που έσταξε. Αυτό το πρώτο αίμα έχει μεγάλη σημασία. Είναι ο νόμος της ζούγκλας και της θάλασσας. Το μυρίζουν τα’ αγρίμια από χιλιόμετρα μακριά, το μυρίζει κι λευκός καρχαρίας που ζει στα βαθιά και η μύτη τους γυρίζει προς τα σένα. Έχουν μυριστεί το θήραμα, αλλά είναι ακόμη μακριά. Και τότε σαν από το πουθενά έρχεται και η δεύτερη λαβωματιά και το αίμα αρχίζει τώρα να τρέχει περισσότερο. Είναι η ώρα για τις ύαινες και τα όρνια. Και οι ύαινες και τα όρνια καταλαβαίνουν με την πρώτη ματιά, ποιο θήραμα βαδίζει προς το θάνατο και ποιο όχι. Και απλώς περιμένουν. Και τότε φίλε μου γίνεται κάτι τρομακτικό. Γύρω σου στήνεται ένας αόρατος νεκρικός χορός. Που δεν αποτελείται μόνο από τους εχθρούς, από αυτούς που θέλουν να σε φάνε ζωντανό, αλλά και από τους φίλους σου. Σ’ έχουν βάλει στην σέντρα, σ’ έχουν τοποθετήσει στο κέντρο της αιματοβαμμένης αρένας και το πλήθος αρχίζει να μαζεύεται στις εξέδρες. Και νοιώθει ανείπωτη χαρά αυτό το πλήθος, είτε η ψυχή τους είναι καλή, είτε όχι. Νοιώθουν χαρά και αγαλλίαση, γιατί κι αυτή τη φορά, κάποιος άλλος είναι το θύμα και όχι οι ίδιοι. Γιατί έτσι είναι φτιαγμένη η ανθρώπινη φύση και αυτός ο κόσμος. Και δεν έχει σημασία αν η πτώση οφείλεται σε θανάσιμη ασθένεια ή στο ότι χάνεις το βασίλειό σου. Κι ας λένε λόγια λύπης ή παρηγοριάς, στο βάθος χαίρονται, απλώς γιατί δεν είναι και ετούτη τη φορά το θύμα, αλλά κάποιος άλλος. Και εσύ εξακολουθείς να παλεύεις και να ελπίζεις ότι θα την σώσεις και αυτήν την παρτίδα.
Και εξακολουθείς να βγαίνεις με τους φίλους ή να συναντάς εκείνους που θα μπορούσαν να σε σώσουν. Αλλά δεν το κάνουν. Αρκούνται σε ευχές και στο ότι τουλάχιστον έχεις την υγειά σου. Και καταλαβαίνεις σιγά σιγά πως όλα αυτά είναι κούφια λόγια. Ίσως κάποιος σου δώσει κάποια μικρή βοήθεια, αλλά είναι σταγόνα στον ωκεανό. Δεν φτάνει, τίποτα δεν φτάνει πια. Και κάποια στιγμή έρχεται η ώρα της αλήθειας. Η στιγμή που συνειδητοποιείς, ότι το παιχνίδι είναι χαμένο οριστικά, ότι όλες οι πρώην ανοιχτές πόρτες είναι τώρα κλειστές. Και δεν υπάρχει καν ούτε έξοδος διαφυγής. Και τότε η αδρεναλίνη αρχίζει να ξεχύνεται σαν ποτάμι στο μυαλό και στο σώμα καθώς για πρώτη φορά αντικρίζει κατάματα τον θανάσιμο εχθρό. Και δεν έχεις τι να την κάνεις, γιατί πια ούτε να παλέψεις μπορείς, ούτε να τρέξεις προς την σωτηρία. Και η αδρεναλίνη παγιδευμένη στο σώμα σου χτυπάει τώρα εσένα και κάνει τα γόνατά σου να λυγίζουν και τον κόσμο που κάποτε ήταν τόσο λαμπερός τώρα έχει ένα σκούρο καφετί χρώμα. Και τώρα το μόνο που απομένει είναι μόνο κάποιος χρόνος μέχρι να γραφτούν οι τίτλοι του τέλους είτε από μόνοι τους, είτε να τους γράψεις εσύ με τον τρόπο που θα διαλέξεις.
Ο Πέτρος Κωστόπουλος έγραψε μόνος του τους τίτλους του τέλους, σ’ έναν «απολογισμό» της πτώσης του και σε κάποιες συνεντεύξεις που έδωσε τις επόμενες μέρες, αφηγούμενος το πώς βίωσε ο ίδιος την πτώση του και από οικονομική και από ψυχολογική άποψη, εκφράζοντας και την πικρία για όσους στράφηκαν εναντίον του και τις ευχαριστίες για την γυναίκα του που στάθηκε δίπλα του σ’ αυτή τη δύσκολη περίοδο. Απαντάει και σ’ εκείνους που του καταλογίζουν σχέσεις διαπλοκής και ότι έχει καταθέσεις στο εξωτερικό προκαλώντας τους να ψάξουν τους λογαριασμούς του.
Λέει ακόμη ότι αισθάνεται περήφανος που χρειάστηκε να εκποιήσει όλη την περιουσία του, σπίτια και καταθέσεις, για να μπορέσει να εξοφλήσει, όσο μέρος των χρεών του μπόρεσε και ότι από δω και πέρα θα κάνει ότι μπορεί για να μπορέσει κάποια στιγμή να επιστρέψει..
Σε διάφορα μπλογκς διάβασα διάφορα σχόλια, όχι και τόσο επαινετικά για τον ίδιο και φαίνεται ότι πολλοί χάρηκαν για την πτώση. Αλλά όπως και να το κάνουμε, είτε συμπαθείς είτε αντιπαθείς κάποιον, η πτώση είναι μια από τις πιο σκληρές εμπειρίες της ζωής. Αν μάλιστα πρόκειται για επιχείρηση δεν είναι σκληρή μόνο για τον πρωταγωνιστή, αλλά και για τους εργαζόμενους και τις οικογένειές τους, που χάνουν τη δουλειά τους σε τέτοια εποχή κρίσης. Το μόνο που θα είχα να τον προτρέψω, μια και κάποια από τα πρόσωπα που δούλευαν γι αυτόν, κάποτε δούλευαν για μένα, είναι αν μπορεί να μην αφήσει να πέσουν στην άβυσσο , κάνα δυο άτομα, οι πιο πιστοί του συνεργάτες, που έμειναν κοντά του μέχρι το τέλος.
Και τώρα τι γίνεται; Εξαρτάται. Η πτώση είναι μια σκληρή εμπειρία, αλλά μερικές φορές η περίοδος μετά την πτώση είναι ακόμη πιο σκληρή. Εξαρτάται από το τι χρέη έχουν απομείνει και σε ποιους, από τα δικαστήρια αν υπάρξουν τέτοιες εξελίξεις, μια περίοδος στην διάρκεια της οποίας, άλλοι αποφασίζουν για τη μοίρα σου. Όσο για το αν θα μπορέσει να επανέλθει, ποιος μπορεί να το ξέρει. Κάποτε κάποιος που εργαζόταν για μένα με είχε ρωτήσει, αν ξέρω ποιο είναι το μυστικό της επιτυχίας στη ζωή. «Η Τύχη» του είχα απαντήσει «μόνο η Τύχη». Κάνουμε πράγματα στη ζωή μας, δουλεύουμε, κάνουμε οικογένειες ή όχι και πολύ συχνά νομίζουμε ότι κρατάμε τη τύχη και τη Μοίρα μας στα χέρια μας. Αλλά αυτό δεν ισχύει. Όλοι μας, ισχυροί ή αδύναμοι δεν ήμαστε παρά καρυδότσουφλα στο μεγάλο ποτάμι της ζωής, που άλλοτε μας πετάει πάνω στο αφρό και άλλοτε μας ρίχνει πάνω στα βράχια. Δεν ορίζουμε τίποτα. Όλα γίνονται γιατί έτσι επρόκειτο να γίνουν και αυτό είναι προδιαγεγραμμένο όχι από τότε που γεννηθήκαμε, αλλά από τότε που γεννήθηκε το Σύμπαν. Και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε, είναι να παίξουμε το ρόλο στο σενάριο που έχει γραφτεί για τη ζωή μας.»
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο klik.gr
Εκείνο το απόγευμα, προς το τέλος Ιουνίου του 1987 ο Πέτρος Κωστόπουλος, μπήκε στο γραφείο μου, κρατώντας ένα χαρτί στα χέρια του, με ύφος στενοχωρημένο και συνοφρυωμένος, για να με βρει και μένα να κάθομαι με το ίδιο ύφος και κρατώντας ένα αντίτυπο από το…….
ίδιο κομμάτι χαρτί. Ήταν το δελτίο με τα στοιχεία κυκλοφορίας του τρίτου τεύχους του Κλικ, που το πρώτο του τεύχος είχε κυκλοφορήσει τον Απρίλιο του ’87 και τα στοιχεία δεν ήταν καθόλου καλά. Το πρώτο τεύχος είχε πιάσει κυκλοφορία 14.000 φύλλα , το δεύτερο 12.000 και το τρίτο 11.000. Ήρθε και κάθισε δίπλα μου και είχαμε και οι δυο ένα ύφος σαν κλαμένα κάτι. «Τι κάνουμε αφεντικό»; με ρώτησε. Έτσι με αποκαλούσε. Ή Αφεντικό ή Αρούλη. «Ξέρω ‘γω» του απάντησα. «Ρε συ» μου είπε «σκέψου το και αν θέλεις να το κλείσουμε, το κλείνουμε. Δεν θέλω να σε βάλω και σε περιπέτειες». «Ξέρω ρε»του είπα «μην έχεις τέτοιε σκέψεις. Δεν περίμενα να πέσουμε κι άλλο να πάρει η ευχή». Καθίσαμε για λίγο αμίλητοι. Το είχαμε ήδη αγαπήσει και οι δυο αυτό το περιοδικό και ξέραμε ότι αν δεν πετύχαινε θα φταίγαμε μόνο εμείς. Η εποχή ήταν έτοιμη. Αλλά ήμασταν στριμωγμένοι. Είχα μόνο 20 εκατομμύρια δραχμές στη διάθεσή μου και τα δέκα ή και περισσότερα είχαν ήδη φύγει. Και με τις εκδόσεις μερικές φορές αν δεν σταματήσεις έγκαιρα, το πράγμα δεν μαζεύεται.. Κάτσαμε για λίγη ώρα ακόμη έτσι. «Κοίτα» του είπα «πάμε λίγο σπίτια μας να ξεκουραστούμε και να χωνέψουμε την κρυάδα και βρισκόμαστε το βραδάκι στο γυμναστήριο και βλέπουμε τι κάνουμε».
Με το Πέτρο είχαμε γνωριστεί μόλις το προηγούμενο καλοκαίρι το ’86. Εκείνος δούλευε στο Υπουργείο Νέας Γενιάς που στα μέσα του καλοκαιριού είχε διοργανώσει με την Γυναίκα, μια μεγάλη και πετυχημένη επίδειξη μόδας με νέους Έλληνες σχεδιαστές ,που είχε σημειώσει και μεγάλη επιτυχία. Δεν είχαμε γνωριστεί, ούτε πριν ούτε στη διάρκεια της επίδειξης, αλλά βρεθήκαμε λίγες μέρες αργότερα , στο σπίτι μου στη Μύκονο. Είχαμε περάσει πολύ ωραία στη Μύκονο και κυρίως με πολλή κουβέντα, που ήταν και το πράγμα που κυρίως μου έλειπε, όποτε πήγαινα στη Μύκονο. Επιτέλους είχα βρει κάποιον άνθρωπο να κουβεντιάζω. Η κουβέντα συνεχίστηκε και όταν γυρίσαμε στην Αθήνα και έτσι όπως συμβαίνει πολλές φορές χωρίς να το καταλάβουμε γίναμε κολλητοί φίλοι. Πολλές φορές διαφωνούσαμε και μαλώναμε-φιλικά εννοείται-πάνω στην εξέλιξη της κουβέντας, αυτό το στοιχείο που την κάνει πιο ενδιαφέρουσα, όταν έχεις δίπλα σου έναν καλό συζητητή. Δεν ήξερε τι ακριβώς θα έκανε στο μέλλον, αλλά ο κόσμος της πολιτικής του προκαλούσε μάλλον απέχθεια, παρ’ όλο που αγαπούσε πολύ την ίδια την πολιτική. Μερικές φορές σκεφτόταν να φύγει στο εξωτερικό, στις Βρυξέλες, ή στη Νέα Υόρκη ή όπου αλλού τύχαινε. Ένα βράδυ ήρθε στο σπίτι μου στο Ψυχικό που έμενα τότε και μόλις μπήκε μέσα μου είπε «παραιτήθηκα». «Προσλαμβάνεσαι» του είπα εγώ χωρίς δεύτερη σκέψη. Δεν ήξερα για ποιο πράγμα ακριβώς τον προσλάμβανα, αλλά ήμουν σίγουρος, ότι μ’ έναν άνθρωπο που κουβεντιάζαμε τόσα ενδιαφέροντα πράγματα, κάτι καλό θα έβγαινε. Στην αρχή κάναμε τη σκέψη να δουλέψει στο διαφημιστικό τμήμα της Γυναίκας, αλλά ένα βράδυ εκεί που καθόμασταν του είπα ότι σκεφτόμουν να βγάλω ένα περιοδικό σε πολύ μικρό σχήμα με τον Κρίτωνα Τζώρτζο. «Κάνεις λάθος» μου είπε «να βγάλεις ένα περιοδικό σαν κι αυτό» και μου έδειξε ένα τεύχος του γαλλικού περιοδικού Αctuel, που δεν το είχα υπ’ όψη μου. «Να κοίτα, έτσι με ωραίες μεγάλες φωτογραφίες και με άλλου είδους θέματα». Κάθισα λίγο και κοίταξα το Actuel. «Έχεις δίκιο» του είπα μετά από πέντε λεπτά «κάτι τέτοιο θα βγάλω και θα αναλάβεις διευθυντής». Δεν ήξερα καν αν ήξερε να γράφει, αλλά αφού ήξερε να μιλάει γιατί να μην μπορεί και να γράφει. Κάπως έτσι έπαιρνα τις αποφάσεις μου στα περιοδικά. Ούτε μπίζνες πλαν, ούτε μελέτες αγοράς, ούτε τίποτα. Το μόνο που μου έλεγε κάτι ήταν πάντα οι ιδέες. «Και πώς να το βγάλουμε»; μου είπε. «Ξέρω γω»; του είπα «δεν αρχίζουμε να λέμε ότι μας έρθει στο κεφάλι». Και αρχίσαμε να αραδιάζουμε πράγματι όποιον τίτλο μας ερχόταν στο κεφάλι. «Πως σου φαίνεται το Κλικ»; Μου είπε κάποια στιγμή. «Τέλειο» του είπα χωρίς δεύτερη σκέψη «αυτό είναι. Θα το βγάλουμε Κλικ». Και κάπως έτσι εκείνο το βράδυ γεννήθηκε το Κλικ. Τους επόμενους τέσσερις πέντε μήνες, τους περάσαμε, κάνοντας βόλτες με τα πόδια μέσα στη νύχτα, πάνω κάτω στη Φιλοθέη και στο Ψυχικό, συζητώντας για το Κλικ. Από τότε ξέραμε και οι δυο, έχοντας μελετήσει καλά την εποχή που ερχόταν, ότι αν το Κλικ δεν πετύχαινε το λάθος θα ήταν μόνο δικό μας.
Καλά όλα αυτά, αλλά να που τρεις μόνο μήνες μετά το ξεκίνημά μας βρισκόμασταν σε οριακή κατάσταση. Γύρισα κάποια ώρα μετά το μεσημέρι στο σπίτι για να σκεφτώ τι θα έκανα. Ξάπλωσα στο κρεβάτι και άρχισα να βάζω τα νούμερα στο μυαλό μου, να δω πόσο θα αντέχαμε και τι θα μπορούσε να γίνει. Τίποτα. Αντί για τα νούμερα ερχόταν στο μυαλό μου η εικόνα ενός θηρίου. Προσπαθούσα να σκεφτώ λογικά και επιχειρηματικά. Πάλι τίποτα. Το μυαλό μου, μου απαντούσε με την εικόνα του θηρίου. Όλο το απόγευμα, δυο τρεις ώρες που κάθισα ξαπλωμένος, το μόνο που σχημάτιζε το μυαλό μου ήταν η εικόνα αυτού του θηρίου. Όταν άρχισε να σουρουπώνει, κατά τις οκτώ, με το μυαλό τελείως καθαρό, ξεκίνησα για το γυμναστήριο. Ο Πέτρος ήταν εκεί και με περίμενε. Δεν χρειάστηκαν παρά μόνο δυο κουβέντες. «Πέτρο» του είπα, «το Κλικ είναι ένα θηρίο. Θα συνεχίσουμε και όπου βγει». Και έτσι το Κλικ συνέχισε. Για το τέταρτο τεύχος, εκτός από τα άλλα θέματα, ο Πέτρος είχε ετοιμάσει και ένα μεγάλο και πολύ εμπεριστατωμένο αφιέρωμα για το Έητζ. Ένα χρόνο μετά το θάνατο του Μπίλλυ Μπο από την φοβερή ασθένεια, το Έητζ είχε γίνει ο τρόμος της εποχής. Είχε όμως και μια συμπληρωματική ιδέα. Να βάζαμε για δώρο στο περιοδικό και ένα…προφυλακτικό. Για την εποχή εκείνη που ακόμη διατηρούσε πολλά συντηρητικά ταμπού, το προφυλακτικό για δώρο, ήταν πολύ πέρα από τα δεδομένα. Ήταν σχεδόν «απαγορευμένο». Σαν εκδότης του περιοδικού έπρεπε να πάρω μιαν απόφαση. «Προχώρα» είπα στον Πέτρο «μην το φοβάσαι καλό θα κάνουμε. Σ’ αυτό το θέμα δεν μπορούμε να κρυβόμαστε πίσω από ταμπού που σκοτώνουν». Κι έτσι το τέταρτο Κλικ κυκλοφόρησε με δώρο το προφυλακτικό. Αυτό ήταν. Το προφυλακτικό έσκασε σαν βόμβα στην αγορά και το Κλικ μετετράπη σ’ αυτό που στα αγγλικά θα το λέγαμε «overnight success» – επιτυχία μέσα σε μια νύχτα. Στην ιστορία του περιοδικού Τύπου δεν υπάρχει άλλη περίπτωση, που ένα τόσο φτηνό δώρο να φέρει τέτοια αποτελέσματα. Και χάραξε και τη μοίρα του Κλικ. Από εκεί και πέρα το Κλικ συνέχισε να ανεβαίνει σε κάθε τεύχος μέχρι που ύστερα από δυο χρόνια πλησίασε τις 150.000 φύλλα. Ένα χρόνο μετά το Κλικ FM , ήρθε να συμπληρώσει ακουστικά και μουσικά το περιοδικό. Και μετά ακολούθησαν κι άλλα. Και έτσι ο κόσμος σ’ όλη την Ελλάδα άρχισε να μαθαίνει τον Πέτρο Κωστόπουλο.
Η συνεργασία με τον Πέτρο Κωστόπουλο κράτησε εφτά χρόνια. Εφτά πολύ δυναμικά χρόνια, μια και ο χώρος που φτιάχναμε τα περιοδικά έμοιαζε περισσότερο με πάρτι παρά με γραφεία περιοδικού. Ήταν λαμπερά χρόνια, γιατί η επιτυχία μοιάζει σαν να λάμπει και μέσα από Κλικ και όλα τα άλλα αναδείχτηκαν και τα περισσότερα ταλέντα του χώρου. Αλλά δύσκολα θα βρισκόντουσαν και δυο άνθρωποι, τόσο διαφορετικοί, που να συνεργαστούν και να συνυπάρξουν ως φίλοι, όσο εγώ και ο Πέτρος. Αν και σε πολλά θέματα οι απόψεις μας ήταν κοντά, σαν χαρακτήρες ήμασταν τελείως διαφορετικοί, χωρίς καλύτερο ή χειρότερο. Απλά διαφορετικοί. Και υποθέτω ότι αυτή ακριβώς η διαφορά μας, ήταν που έβγαζε μια συνολική συνισταμένη, που κατέληγε σ’ ένα επιτυχημένο επαγγελματικό αποτέλεσμα. Πολλές φορές, όπως συμβαίνει με τους φίλους, ψυχαναλύαμε ο ένας τον άλλον. Μου έλεγε εκείνος για τα δικά μου κουσούρια και του έλεγα και εγώ για τα δικά του. Και είχαμε κάνει άπειρες τέτοιες συζητήσεις. Και θυμάμαι ότι πάρα πολλές του είχα πει πόσο με μπέρδευε η προσωπικότητά του, που μ’ έκανε να νομίζω, πως μέσα του κατοικούσαν δυο διαφορετικοί άνθρωποι. Ένας πολύ θετικός πολύ σωστός και προσωπικά και κοινωνικά και ένας άλλος τελείως το αντίθετο. Ντόκτορ Τζέκυλ και Μίστερ Χάϋντ. Και αντίστοιχη ήταν και η αντίδραση που προξενούσε και ακόμη προξενεί στο κοινό. Μέσα από τα γραπτά του, τις ραδιοφωνικές εκπομπές και τηλεοπτικές εμφανίσεις, φτιαχνόταν ένα κοινό, από το οποίο άλλοι τον θαύμαζαν και άλλοι τον αντιπαθούσαν ή και τον μισούσαν ακόμη. Συμβαίνει με πολλούς ανθρώπους να προκαλούν αντιφατικά συναισθήματα, είτε είναι δημόσια πρόσωπα είτε όχι. Με το Πέτρο, όλα αυτά ήταν πολύ έντονα.
Υπάρχει όμως κάτι πολύ πιο βασικό στη σχέση μου με τον Πέτρο Κωστόπουλο, που υπερκαλύπτει όλα τα άλλα και που θα ισχύει ότι και να γίνει. Υπήρξαμε μοιραία πρόσωπα ο ένας για την ζωή του άλλου. Αν εξαιρέσουμε τις οικογένειές μας, αυτές από τις οποίες προήλθαμε κι αυτές που φτιάξαμε, που είναι έτσι κι αλλιώς μοιραίες, δεν υπάρχει άλλο πρόσωπο και στη δική του και στη δική μου ζωή, που να έπαιξε τέτοιο ρόλο στη ζωή του καθ’ ενός και προσωπικά και επαγγελματικά. Αν δεν είχαμε συναντηθεί, άλλη θα είχε υπάρξει η ζωή μου και άλλη θα είχε υπάρξει η δική του ζωή. Είτε φίλοι, είτε εχθροί, η συνάντησή μας ήταν γραμμένη από τη Μοίρα. Και μέσα σ’ αυτή τη Μοίρα ήταν προφανώς γραμμένος και ο χωρισμός. Το τέλος της συνεργασίας με τον Πέτρο Κωστόπουλο, ήρθε στις αρχές του φθινόπωρου του1995. Ήταν και τα επαγγελματικά στη μέση, και πολλά άλλα προσωπικά, αλλά υποθέτω το ότι περισσότερο απ’ όλα, ήταν ότι και σ’ αυτό είχε έρθει η ώρα της ίδιας Μοίρας. Έτσι επρόκειτο να γίνει κι έτσι έγινε. Και πολλές φορές στα χρόνια που ακολούθησαν, έχει τύχει να αναρωτηθώ , αν αυτή ήταν η καλύτερη απόφαση και για τους δυο μας, αλλά φυσικά σ’ αυτό δεν υπάρχει απάντηση. Για τον ίδιο πάντα τουλάχιστον αρχικά, έμοιαζε να είναι ο καλύτερος δρόμος. Με δυο καινούργιους συνεταίρους, τον Πάνο Μαρινόπουλο και τον Δάκη Ιωάννου, η ΙΜΑΚΟ, η εταιρεία που έφτιαξαν ξεκίνησε δυναμικά την παρουσία της, αφού μάλιστα σ’ αυτήν είχαν προσχωρήσει και όλα σχεδόν τα στελέχη του Κλικ. Η εταιρεία προχώρησε δυναμικά και μέσα σε λίγα χρόνια διέθετε ένα μικρό στόλο περιοδικών και ραδιοφωνικών σταθμών. Όλα έμοιαζαν ρόδινα για τον Πέτρο Κωστόπουλο. Όντας απ’ έξω δεν μπορώ να γνωρίζω τι ήταν αυτό που οδήγησε τον Πέτρο και την εταιρεία του στην πτώση. Δεν ξέρω ούτε τι μισθούς έδινε, ούτε τι διαχείριση έκανε. Ένα εμφανές λάθος, ήταν ο τρόπος που διαχειρίστηκε τα λεφτά που πήρε η εταιρεία από το Χρηματιστήριο, περίπου 4 δις δραχμές, στις αρχές του 2000 και τα οποία εξανεμίστηκαν πολύ γρήγορα σε λάθος επενδύσεις, όπως συνέβη τότε με πολλές εκδοτικές εταιρείες, που μέσα στον ενθουσιασμό της στιγμής πήραν λάθος αποφάσεις. Πολλοί δεν κατάλαβαν ότι η κρίση στο Τύπο, αλλά και στην υπόλοιπη πραγματική οικονομία, ξεκίνησε ακριβώς τότε, την Άνοιξη του 2000, όταν η πτώση του Χρηματιστηρίου, εκτός από το ότι κατέστρεψε πάρα πολύ κόσμο και μόνο λίγοι κέρδισαν δυσανάλογα μεγάλα ποσά, άρχισε για πρώτη φορά να αποστερεί από την αγορά το χρήμα που κυκλοφορούσε. Ήταν από τότε που η κατανάλωση άρχισε να πέφτει και από τότε που ο αριθμός των σφραγισμένων επιταγών άρχισε να αυξάνεται γεωμετρικά. Αν δει κανείς τις σφραγισμένες επιταγές από το 2000 θα καταλάβει και πως φτάσαμε στα 2 δις ευρώ σφραγισμένων επιταγών το 2007 και σ’ αυτό περίπου το ποσό κυμαίνονται κάθε χρόνο από τότε. Η επιφάνεια ήταν ακόμη λαμπερή, αλλά από κάτω το έδαφος είχε αρχίσει να σαπίζει.. Ήταν το 2003 όταν κατάλαβα για πρώτη φορά, ότι ο περιοδικός Τύπος ήταν καταδικασμένος και το 2008, όταν ξεκίνησα πάλι αυτή την ηλεκτρονική έκδοση του Κλικ, σ’ ένα άρθρο που είχα γράψει τότε, είχα γράψει ότι μέσα στα επόμενα δέκα με είκοσι χρόνια ο γραπτός λόγος, περιοδικά και εφημερίδες επρόκειτο να εξαφανιστούν, κυρίως εξ αιτίας του ίντερνετ. Οι περισσότεροι, ή μάλλον όλοι οι εκδότες παρ’ όλο που οι υποχρεώσεις των επιχειρήσεών τους είχαν αρχίσει να αυξάνονται δραματικά, συνέχιζαν σαν να επρόκειτο για μια περαστική μπόρα. Τα προβλήματα είχαν αρχίσει να αυξάνονται και στην ΙΜΑΚΟ και ο Κωστόπουλος θα έπρεπε να είχε αντιληφθεί, ότι από τότε κάτι δεν πήγαινε καλά. Αλλά από την άλλη ήταν και μια εποχή που κάμποσοι εφοπλιστές, με ατέλειωτη ρευστότητα, έμπαιναν στην αγορά και αγόραζαν ότι να ‘ναι. Μέσα σ’ αυτά η αγορά του Τύπου έμοιαζε να ενδιαφέρει κάποιους έντονα και τότε ήταν και η τελευταία για τους παλιότερους εκδότες να ξεφύγουν από τη θηλιά που είχε αρχίσει να σφίγγει. Ελάχιστοι εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία. Οι περισσότεροι δεν ήθελαν να αποχωριστούν τα «βασίλειά» τους. Ο Πέτρος Κωστόπουλος είχε κι αυτός την δική του ευκαιρία, αλλά την αρνήθηκε. Στο ίδιο διάστημα η επιχείρησή του είχε αρχίσει να μπαίνει για τα καλά στο κόκκινο. Και τότε μέσα σ’ όλα αυτά ήρθε και η κρίση, το Μνημόνιο και όσα ακολούθησαν. Για την πραγματική οικονομία η κρίση δεν ήταν το κερασάκι πάνω στην τούρτα, αλλά η τούρτα πάνω στο κερασάκι. Στη Μέσα Ενημέρωσης η κρίση έπεσε με σφοδρότητα ανεμοστρόβιλου. Για να επιζήσεις πια χρειαζόσουν άλλα πράγματα. Δεν ήταν ούτε ζήτημα εκδοτικών ικανοτήτων, αλλαγών στην ύλη, ή ότι άλλο θα μπορούσε να κάνει κανείς σε μια περίοδο κανονικής κρίσης. Όταν τα διαφημιστικά και άλλα έσοδα μειώνονται μονομιάς κατά 60%, ούτε οι μειώσεις προσωπικού και αποδοχών σε σώζουν, ούτε τίποτα άλλο. Για να επιζήσεις πια έπρεπε να διαθέτεις κάπου μια μηχανή που να κόβει χρήμα. Και μάλλον φαίνεται πως κάποιοι διαθέτουν παραλλαγές τέτοιων μηχανημάτων, αλλιώς δεν εξηγείται το πώς επιζούν ακόμη.
Παρ’ όλο που έχουμε κάποια χρόνια να μιλήσουμε, από τότε που κάποιο πρωί είχαμε συναντηθεί στο σπίτι του στη Φιλοθέη, μπορώ να περιγράψω αυτά που πρέπει να έζησε ο Πέτρος Κωστόπουλος, από τότε που άρχισε η κρίση μέχρι το τέλος. Όταν έχεις ζήσει πολλά χρόνια μέσα στην επιτυχία και ιδίως όταν η επιχειρηματική σου ζωή, μοιάζει με μια σειρά από κερδισμένες μάχες, τότε κατ’ αρχάς σου γεννιέται όχι η εντύπωση, αλλά η πεποίθηση πως είσαι αήττητος. Ότι τίποτα και κανείς δεν μπορεί να σε ρίξει κάτω. Ο κίνδυνος εμφανίζεται, αλλά μέσα σου είσαι σίγουρος, ότι άντε το πολύ το στράτευμα να υποστεί κάποιες απώλειες, αλλά και αυτή η μάχη, αλλά κυρίως ο πόλεμος θα κερδηθεί. Ο κίνδυνος μπορεί να πλησιάζει, αλλά έχεις ακόμη πολλά βέλη στη φαρέτρα. Και κυρίως, είσαι σίγουρος ότι αποκλείεται να χάσεις. Η ήττα είναι για τους άλλους όχι για σένα. Σχεδιάζεις λοιπόν τις κινήσεις σου και αρχίζεις τους ελιγμούς σου. Η μάχη έχει αρχίσει. Και ξαφνικά κάποιος ελιγμός που σε είχε βγάλει από τα ζόρικα τόσες φορές, αυτή τη φορά δεν αποδίδει. Κάνεις και τον άλλο ελιγμό, αλλά ούτε κι αυτός πιάνει. Και τρως την πρώτη λαβωματιά. Και το πρώτο αίμα αρχίζει να στάζει. Δεν πειράζει λες, μια πληγή είναι, θα κλείσει και μετά θα αντεπιτεθώ από την άλλη μεριά και στο κάτω κάτω υπάρχουν ακόμη τόσες πόρτες ανοιχτές για μένα, θα χτυπήσω την πρώτη θα μπω και όλα θα είναι όπως πριν κι ακόμη καλύτερα. Ξεχνάς κάτι όμως. Το αίμα που έσταξε. Αυτό το πρώτο αίμα έχει μεγάλη σημασία. Είναι ο νόμος της ζούγκλας και της θάλασσας. Το μυρίζουν τα’ αγρίμια από χιλιόμετρα μακριά, το μυρίζει κι λευκός καρχαρίας που ζει στα βαθιά και η μύτη τους γυρίζει προς τα σένα. Έχουν μυριστεί το θήραμα, αλλά είναι ακόμη μακριά. Και τότε σαν από το πουθενά έρχεται και η δεύτερη λαβωματιά και το αίμα αρχίζει τώρα να τρέχει περισσότερο. Είναι η ώρα για τις ύαινες και τα όρνια. Και οι ύαινες και τα όρνια καταλαβαίνουν με την πρώτη ματιά, ποιο θήραμα βαδίζει προς το θάνατο και ποιο όχι. Και απλώς περιμένουν. Και τότε φίλε μου γίνεται κάτι τρομακτικό. Γύρω σου στήνεται ένας αόρατος νεκρικός χορός. Που δεν αποτελείται μόνο από τους εχθρούς, από αυτούς που θέλουν να σε φάνε ζωντανό, αλλά και από τους φίλους σου. Σ’ έχουν βάλει στην σέντρα, σ’ έχουν τοποθετήσει στο κέντρο της αιματοβαμμένης αρένας και το πλήθος αρχίζει να μαζεύεται στις εξέδρες. Και νοιώθει ανείπωτη χαρά αυτό το πλήθος, είτε η ψυχή τους είναι καλή, είτε όχι. Νοιώθουν χαρά και αγαλλίαση, γιατί κι αυτή τη φορά, κάποιος άλλος είναι το θύμα και όχι οι ίδιοι. Γιατί έτσι είναι φτιαγμένη η ανθρώπινη φύση και αυτός ο κόσμος. Και δεν έχει σημασία αν η πτώση οφείλεται σε θανάσιμη ασθένεια ή στο ότι χάνεις το βασίλειό σου. Κι ας λένε λόγια λύπης ή παρηγοριάς, στο βάθος χαίρονται, απλώς γιατί δεν είναι και ετούτη τη φορά το θύμα, αλλά κάποιος άλλος. Και εσύ εξακολουθείς να παλεύεις και να ελπίζεις ότι θα την σώσεις και αυτήν την παρτίδα.
Και εξακολουθείς να βγαίνεις με τους φίλους ή να συναντάς εκείνους που θα μπορούσαν να σε σώσουν. Αλλά δεν το κάνουν. Αρκούνται σε ευχές και στο ότι τουλάχιστον έχεις την υγειά σου. Και καταλαβαίνεις σιγά σιγά πως όλα αυτά είναι κούφια λόγια. Ίσως κάποιος σου δώσει κάποια μικρή βοήθεια, αλλά είναι σταγόνα στον ωκεανό. Δεν φτάνει, τίποτα δεν φτάνει πια. Και κάποια στιγμή έρχεται η ώρα της αλήθειας. Η στιγμή που συνειδητοποιείς, ότι το παιχνίδι είναι χαμένο οριστικά, ότι όλες οι πρώην ανοιχτές πόρτες είναι τώρα κλειστές. Και δεν υπάρχει καν ούτε έξοδος διαφυγής. Και τότε η αδρεναλίνη αρχίζει να ξεχύνεται σαν ποτάμι στο μυαλό και στο σώμα καθώς για πρώτη φορά αντικρίζει κατάματα τον θανάσιμο εχθρό. Και δεν έχεις τι να την κάνεις, γιατί πια ούτε να παλέψεις μπορείς, ούτε να τρέξεις προς την σωτηρία. Και η αδρεναλίνη παγιδευμένη στο σώμα σου χτυπάει τώρα εσένα και κάνει τα γόνατά σου να λυγίζουν και τον κόσμο που κάποτε ήταν τόσο λαμπερός τώρα έχει ένα σκούρο καφετί χρώμα. Και τώρα το μόνο που απομένει είναι μόνο κάποιος χρόνος μέχρι να γραφτούν οι τίτλοι του τέλους είτε από μόνοι τους, είτε να τους γράψεις εσύ με τον τρόπο που θα διαλέξεις.
Ο Πέτρος Κωστόπουλος έγραψε μόνος του τους τίτλους του τέλους, σ’ έναν «απολογισμό» της πτώσης του και σε κάποιες συνεντεύξεις που έδωσε τις επόμενες μέρες, αφηγούμενος το πώς βίωσε ο ίδιος την πτώση του και από οικονομική και από ψυχολογική άποψη, εκφράζοντας και την πικρία για όσους στράφηκαν εναντίον του και τις ευχαριστίες για την γυναίκα του που στάθηκε δίπλα του σ’ αυτή τη δύσκολη περίοδο. Απαντάει και σ’ εκείνους που του καταλογίζουν σχέσεις διαπλοκής και ότι έχει καταθέσεις στο εξωτερικό προκαλώντας τους να ψάξουν τους λογαριασμούς του.
Λέει ακόμη ότι αισθάνεται περήφανος που χρειάστηκε να εκποιήσει όλη την περιουσία του, σπίτια και καταθέσεις, για να μπορέσει να εξοφλήσει, όσο μέρος των χρεών του μπόρεσε και ότι από δω και πέρα θα κάνει ότι μπορεί για να μπορέσει κάποια στιγμή να επιστρέψει..
Σε διάφορα μπλογκς διάβασα διάφορα σχόλια, όχι και τόσο επαινετικά για τον ίδιο και φαίνεται ότι πολλοί χάρηκαν για την πτώση. Αλλά όπως και να το κάνουμε, είτε συμπαθείς είτε αντιπαθείς κάποιον, η πτώση είναι μια από τις πιο σκληρές εμπειρίες της ζωής. Αν μάλιστα πρόκειται για επιχείρηση δεν είναι σκληρή μόνο για τον πρωταγωνιστή, αλλά και για τους εργαζόμενους και τις οικογένειές τους, που χάνουν τη δουλειά τους σε τέτοια εποχή κρίσης. Το μόνο που θα είχα να τον προτρέψω, μια και κάποια από τα πρόσωπα που δούλευαν γι αυτόν, κάποτε δούλευαν για μένα, είναι αν μπορεί να μην αφήσει να πέσουν στην άβυσσο , κάνα δυο άτομα, οι πιο πιστοί του συνεργάτες, που έμειναν κοντά του μέχρι το τέλος.
Και τώρα τι γίνεται; Εξαρτάται. Η πτώση είναι μια σκληρή εμπειρία, αλλά μερικές φορές η περίοδος μετά την πτώση είναι ακόμη πιο σκληρή. Εξαρτάται από το τι χρέη έχουν απομείνει και σε ποιους, από τα δικαστήρια αν υπάρξουν τέτοιες εξελίξεις, μια περίοδος στην διάρκεια της οποίας, άλλοι αποφασίζουν για τη μοίρα σου. Όσο για το αν θα μπορέσει να επανέλθει, ποιος μπορεί να το ξέρει. Κάποτε κάποιος που εργαζόταν για μένα με είχε ρωτήσει, αν ξέρω ποιο είναι το μυστικό της επιτυχίας στη ζωή. «Η Τύχη» του είχα απαντήσει «μόνο η Τύχη». Κάνουμε πράγματα στη ζωή μας, δουλεύουμε, κάνουμε οικογένειες ή όχι και πολύ συχνά νομίζουμε ότι κρατάμε τη τύχη και τη Μοίρα μας στα χέρια μας. Αλλά αυτό δεν ισχύει. Όλοι μας, ισχυροί ή αδύναμοι δεν ήμαστε παρά καρυδότσουφλα στο μεγάλο ποτάμι της ζωής, που άλλοτε μας πετάει πάνω στο αφρό και άλλοτε μας ρίχνει πάνω στα βράχια. Δεν ορίζουμε τίποτα. Όλα γίνονται γιατί έτσι επρόκειτο να γίνουν και αυτό είναι προδιαγεγραμμένο όχι από τότε που γεννηθήκαμε, αλλά από τότε που γεννήθηκε το Σύμπαν. Και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε, είναι να παίξουμε το ρόλο στο σενάριο που έχει γραφτεί για τη ζωή μας.»
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο klik.gr
kafeneio-gr.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου