Αχ, ρε Άκη Τσοχατζόπουλε.
Σαν το αρνητικό στα παλιά φωτογραφικά φίλμ, όπου όλα τα σκοτεινά χρώματα λάμπουν και όλα τα ανοιχτά παίρνουν τις αποχρώσεις του μαύρου.
Σαν τον Μπολιβάρ, στο ποίημα του συντοπίτη σου του Εγγονόπουλου, αλλά από την ανάποδη.
Σαν τον ήλιο του ΠΑΣΟΚ, όχι στην……
ανατολή, αλλά στη δύση του.
Τελικά, εκπλήρωσες τον ιστορικό σου προορισμό, που απ΄ ό,τι φαίνεται δεν ήταν κανένας άλλος πέρα από το να σφραγίσεις την απαξίωση μιας ολόκληρης εποχής.
Να είσαι ο τελευταίος που θα κλείσει την πόρτα.
Το θέμα δεν είναι πόσα κινητά κι ακίνητα απόχτησες. Ούτε κι ο τρόπος που τα απόχτησες – αυτό θα το βρει, ή θα τα βρείς με τη Δικαιοσύνη.
Το θέμα είναι ότι απογοήτευσες. Εσύ, που η βασική σου πολιτική αποστολή και ο πιο πετυχημένος ομολογουμένως ρόλος που είχες στη ζωή σου, ήταν το να γοητεύεις.
Εσύ, η δεύτερη πιο εμβληματική προσωπικότητα μετά τον Ανδρέα, της “χρυσής εποχής” του ΠΑΣΟΚ, ο μόνος που απολάμβανε της ίδιας αποδοχής επάνω στην πίστα, προηγούμενος (κατά πως όριζε το πολιτικό πρωτόκολλο του νυχτερινού νταλκαδιάσματος) του αρχηγού σου.
Με αργές, βαριές χορευτικές φιγούρες στο ρυθμό του “Βρέχει φωτιά στη στράτα μου”, του Στράτου, φρόντιζες να στρωθεί το χαλί με τα γαρύφαλα, επάνω στο οποίο μερικές στιγμές αργότερα θα αποθεωνόταν ο Ανδρέας, υπό τους ήχους του “Αυτός ο άνθρωπος, αυτός”, της Ρίτας.
Κι εσύ Άκη, γονατιστός στο ένα πόδι, βάραγες ρυθμικά παλαμάκια μαζί με τους άλλους πρωτοκλασσάτους συντρόφους σου, καθώς σχημάτιζατε τον λατρευτικό κύκλο γύρω από τον “Πατέρα” της Αλλαγής.
Ακόμη και οι αντίπαλοι σου, φανερά ή κρυφά, σε θαύμαζαν εκείνη την επόχη. Δεξιοί, κεντρώοι, αριστεροί, πολλοί στη γενιά σου, αισθάνονταν ότι έκρυβαν μέσα τους ένα μικρό “Ακη”.
Και, μάλιστα, αυτός ο μικρός “Άκης” που φώλιαζε βαθειά στην ψυχή τους δεν σου έμοιαζε μόνο στο κιμπαριλίκι, αλλά και σε πολλά άλλα… Δυστυχώς!
Στο πνεύμα της κοσμοαντίληψής σου, όλοι εκείνοι που κουβαλούσαν τον δικό τους “Ακη” στα σώψυχα τους φρόντισαν να αξιοποιήσουν τα όποια “ταλέντα” τους, τις όποιες διασυνδέσεις τους, την όποια θέση τους στο σύστημα και γέμιζαν τις τσέπες τους μαύρο χρήμα με το οποίο στη συνέχεια, μέσω υπεράκτιων εταιρειών, αγόραζανχρυσά κεραμίδια για να βάλουν πάνω από το κεφάλι τους, αυτοκίνητα με χιλιάδες άλογα στη μηχανή τους, ακόμη και “φρέσκες” συζύγους έτσι ώστε να ζήσουν, έστω και λίγο πριν το τέρμα της ζωής τους, όλες εκείνες τις φαντασιώσεις που τους στοίχειωναν στην αφετηρία της .
Αχ, ρε Άκη Τσοχατζόπουλε.
Τελικά δεν ήσουν “ωραίος ως Έλλην”. Μοιραίος ήσουν και συ και όσοι σκέφτονταν και έπρατταν σαν κι εσένα.
Μοιραίος για το κόμμα σου, μοιραίος για τον τόπο σου, μοιραίος για τα παιδιά των παιδιών σου.
Σαν το αρνητικό στα παλιά φωτογραφικά φίλμ, όπου όλα τα σκοτεινά χρώματα λάμπουν και όλα τα ανοιχτά παίρνουν τις αποχρώσεις του μαύρου.
Σαν τον Μπολιβάρ, στο ποίημα του συντοπίτη σου του Εγγονόπουλου, αλλά από την ανάποδη.
Σαν τον ήλιο του ΠΑΣΟΚ, όχι στην……
ανατολή, αλλά στη δύση του.
Τελικά, εκπλήρωσες τον ιστορικό σου προορισμό, που απ΄ ό,τι φαίνεται δεν ήταν κανένας άλλος πέρα από το να σφραγίσεις την απαξίωση μιας ολόκληρης εποχής.
Να είσαι ο τελευταίος που θα κλείσει την πόρτα.
Το θέμα δεν είναι πόσα κινητά κι ακίνητα απόχτησες. Ούτε κι ο τρόπος που τα απόχτησες – αυτό θα το βρει, ή θα τα βρείς με τη Δικαιοσύνη.
Το θέμα είναι ότι απογοήτευσες. Εσύ, που η βασική σου πολιτική αποστολή και ο πιο πετυχημένος ομολογουμένως ρόλος που είχες στη ζωή σου, ήταν το να γοητεύεις.
Εσύ, η δεύτερη πιο εμβληματική προσωπικότητα μετά τον Ανδρέα, της “χρυσής εποχής” του ΠΑΣΟΚ, ο μόνος που απολάμβανε της ίδιας αποδοχής επάνω στην πίστα, προηγούμενος (κατά πως όριζε το πολιτικό πρωτόκολλο του νυχτερινού νταλκαδιάσματος) του αρχηγού σου.
Με αργές, βαριές χορευτικές φιγούρες στο ρυθμό του “Βρέχει φωτιά στη στράτα μου”, του Στράτου, φρόντιζες να στρωθεί το χαλί με τα γαρύφαλα, επάνω στο οποίο μερικές στιγμές αργότερα θα αποθεωνόταν ο Ανδρέας, υπό τους ήχους του “Αυτός ο άνθρωπος, αυτός”, της Ρίτας.
Κι εσύ Άκη, γονατιστός στο ένα πόδι, βάραγες ρυθμικά παλαμάκια μαζί με τους άλλους πρωτοκλασσάτους συντρόφους σου, καθώς σχημάτιζατε τον λατρευτικό κύκλο γύρω από τον “Πατέρα” της Αλλαγής.
Ακόμη και οι αντίπαλοι σου, φανερά ή κρυφά, σε θαύμαζαν εκείνη την επόχη. Δεξιοί, κεντρώοι, αριστεροί, πολλοί στη γενιά σου, αισθάνονταν ότι έκρυβαν μέσα τους ένα μικρό “Ακη”.
Και, μάλιστα, αυτός ο μικρός “Άκης” που φώλιαζε βαθειά στην ψυχή τους δεν σου έμοιαζε μόνο στο κιμπαριλίκι, αλλά και σε πολλά άλλα… Δυστυχώς!
Στο πνεύμα της κοσμοαντίληψής σου, όλοι εκείνοι που κουβαλούσαν τον δικό τους “Ακη” στα σώψυχα τους φρόντισαν να αξιοποιήσουν τα όποια “ταλέντα” τους, τις όποιες διασυνδέσεις τους, την όποια θέση τους στο σύστημα και γέμιζαν τις τσέπες τους μαύρο χρήμα με το οποίο στη συνέχεια, μέσω υπεράκτιων εταιρειών, αγόραζανχρυσά κεραμίδια για να βάλουν πάνω από το κεφάλι τους, αυτοκίνητα με χιλιάδες άλογα στη μηχανή τους, ακόμη και “φρέσκες” συζύγους έτσι ώστε να ζήσουν, έστω και λίγο πριν το τέρμα της ζωής τους, όλες εκείνες τις φαντασιώσεις που τους στοίχειωναν στην αφετηρία της .
Αχ, ρε Άκη Τσοχατζόπουλε.
Τελικά δεν ήσουν “ωραίος ως Έλλην”. Μοιραίος ήσουν και συ και όσοι σκέφτονταν και έπρατταν σαν κι εσένα.
Μοιραίος για το κόμμα σου, μοιραίος για τον τόπο σου, μοιραίος για τα παιδιά των παιδιών σου.
Γράφει ο Σταμάτης Γιαννίσης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου